- φρητία
- φρητία, ἡ, [dialect] Ion. for φρεατία, Hsch.: [full] φρητίον, τό, IG14.217 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρητία — φρητίᾱ , φρητία fem nom/voc/acc dual φρητίᾱ , φρητία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρητίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρητία — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών εα ]. (II) ἡ, Α φρατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ < θ. φρατρ της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ρ ] … Dictionary of Greek